συνελαφρίζω

συνελαφρίζω
Α
συντελώ στην ανακούφιση («συνελαφρίζειν τοὺς πόνους», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐλαφρίζω «καθιστώ ελαφρό, ανακουφίζω, παρηγορώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”